- αναρριχητικός
- -ή, -ό1. ο σχετικός με την αναρρίχηση2. αυτός που αναρριχάται.[ΕΤΥΜΟΛ. < αναρρίχησις (-η). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στο περιοδικό σύγγραμμα Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναρριχητικός — ή, ό αυτός που έχει την ιδιότητα να αναρριχιέται, να σκαρφαλώνει: Υπάρχουν αρκετά αναρριχητικά φυτά· το πιο γνωστό απ αυτά είναι ο κισσός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγιόκλημα — Ονομασία διαφόρων αναρριχητικών θάμνων της οικογένειας των καπριφυλλιδών, που είναι γνωστοί και με την επιστημονική ονομασία τους, λονικέρα. Σε ορισμένα είδη τα φύλλα του τελευταίου ζεύγους της κορυφής των κλαδιών συνενώνονται στη βάση και… … Dictionary of Greek
αναρρίχηση — η (Α ἀναρρίχησις) το σκαρφάλωμα νεοελλ. 1. αθλητικό αγώνισμα με σκαρφάλωμα σε δοκό ή σχοινί 2. μτφ. το να ανέλθει κανείς διαδοχικά σε αξιώματα με ανέντιμα μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναρριχώμαι. ΠΑΡ. νεοελλ. αναρριχητικός] … Dictionary of Greek
γλιτσίνα — Φυτό γνωστό με την επιστημονική ονομασία βισταρία η σινική.Είναι αναρριχητικός θάμνος της οικογένειας των ψυχανθών ή παπιλιονιδών. Κατάγεται από την Κίνα. Η αντοχή, η ευρωστία και η εντυπωσιακή ανθοφορία της καθιστά τη γ. χρήσιμη στους κήπους ως… … Dictionary of Greek